Ἡ μελοποιημένη ἀρχαία ἑλληνικὴ ποίηση
Σειρὲς, νότες καὶ φωνήεντα
Σειρὰ εἶναι μιὰ συγκεκριμένη διάταξη ὁμοειδῶν ἀξιῶν, ὅπου ἡ θέση τοῦ κάθε μέλους, καθορίζει καὶ τή δυναμική του.
Ἡ πιὸ γνωστὴ σειρὰ εἶναι ἡ σειρὰ τῶν ἀκεραίων ἀριθμῶν. 1,2,3,4 κ.λ.π. Ἄλλες σειρὲς ὅπως ἤδη ἀναφέραμε στὴν δημιουργία τῶν κατὰ φ μουσικῶν ρυθμῶν, εἶναι οἱ σειρὲς Fibonacci, Lucas καὶ X.
Στὴ μουσική, σειρὲς ἀπὸ νότες καθορίζουν καὶ τὶς μουσικὲς κλίμακες. Ἡ πιὸ γνωστὴ καὶ διαχρονικὴ μουσικὴ κλίμακα εἶναι ἡ κλίμακα τῆς Ντὸ . Εἶναι ἡ κλίμακα ἡ ὁποία ἀκούγεται ἐὰν πιέσουμε διαδοχικὰ τὰ ἑφτὰ λευκὰ συνεχόμενα πλῆκτρα ἑνὸς πιάνου, ξεκινώντας φυσικὰ ἀπὸ αὐτὸ πού ἀντιστοιχεῖ στὴν νότα Ντό.
Ἑφτὰ ὅμως εἶναι καὶ τὰ φωνήεντα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου, ἑλληνικὴ ἀλφάβητος ἡ ὁποία ἐπίσης εἶναι σειρά. Ἑπομένως, οἱ θέσεις τῶν γραμμάτων σὲ αὐτήν, συγκεκριμένους σκοποὺς θὰ ἐξυπηρετοῦν. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ὅπως ἀναφέραμε εἶναι τό ἀριθμητικὸ σύστημα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ οἱ λεξάριθμοι. Ἡ σειρὰ τῶν φωνηέντων, ἐὰν αὐτὰ διαχωριστοῦν ἀπὸ τὰ σύμφωνα, στὴν ἑλληνικὴ ἀλφάβητο εἶναι: α, ε, η, ι, ο, υ καί ω.
Θὰ μπορούσαμε νὰ συνδυάσουμε τὰ ἑφτὰ φωνήεντα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου μὲ τὶς ἑφτὰ νότες τῆς μουσικῆς κλίμακας τῆς Ντὸ καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἴδια σειρά;
Ποιές συμπτώσεις ὑπάρχουν, δηλαδὴ ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ταυτόχρονα καὶ ὄχι τυχαῖα , τὰ ὁποῖα θὰ μπορούσανε νὰ ἐνισχύσουνε αὐτὴν τὴν εἰκασία;
Ἐδῶ πράγματι θὰ πρέπει νὰ ἀφήσουμε τὴν φαντασία μας ἐλεύθερη καὶ νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας, ἔστω καὶ προσωρινά, νὰ δεχθῆ, ἕναν διαφορετικὸ τρόπο σκέψης καὶ λογικῆς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ διδαχτήκαμε.
Θὰ δοῦμε τὴν μελοποιημένη ἀπόδοση τοῦ ἔμμετρου λόγου σὰν ἕνα φυσικὸ ἐξελικτικὸ φαινόμενο ἀπόδοσης συλλαβῶν μὲ νότες. Θὰ δοῦμε ἐπίσης, ἔστω καὶ μόνο συμβολικά, τὴν ὕπαρξη διέσεων, δηλαδὴ τὴν ὕπαρξη μαύρων πλήκτρων στὸ πιάνο, σὰν ἐμπόδιο στὴν μακρόχρονη διάδοσή τους. Ὑπάρχει καὶ λογικὴ ἐξήγηση, τὴν ὁποία ὅμως δὲν θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ.
Κανόνας τῶν μακρόχρονων φωνηέντων ἦτα καὶ ὠμέγα.
Πρώτη σύμπτωση.
Οἱ θέσεις τῶν μακρόχρονων φωνηέντων ἦτα καὶ ὠμέγα. Αὐτὲς συμπίπτουν μὲ τὶς νότες Μὶ καὶ Σὶ ἀντίστοιχα. Οἱ νότες ὅμως Μὶ καὶ Σὶ εἶναι οἱ μόνες νότες ποὺ δὲν ἔχουν δίεση, εἶναι οἱ μόνες νότες ποὺ στὸ πιάνο, μετὰ ἀπὸ αὐτές, δὲν ἀκολουθεῖ μαῦρο πλῆκτρο. Ἀντίστοιχα, τὰ φωνήεντα ἦτα καὶ ὠμέγα εἶναι τὰ μόνα φωνήεντα φωνήεντα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου ποὺ εἶναι μακρόχρονα.
Στὴ μουσική, μιὰ νότα τὴν προσεγγίζουμε σὲ σχέση μὲ τὴν προηγούμενη νότα, εἴτε μὲ μείωση τῆς τονικότητας, εἴτε μὲ αὔξηση αὐτῆς, ὁπότε παίρνουμε τὴν ἴδια νότα κατὰ μιὰ ὀκτάβα πιὸ πάνω, δηλαδὴ παίρνουμε τὴν ἀντίστοιχη νότα διπλάσιας συχνότητας.
Ἔτσι λοιπόν, γιὰ τὶς νότες Μὶ καὶ Σί, ἂν θεωρήσουμε τὴν ἔλλειψη δίεσης σὰν ἔλλειψη ἐμποδίου πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, τότε θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυριστοῦμε πὼς ἡ προσέγγισή τους, μὲ ταυτόχρονη αὔξηση τῆς τονικότητας, εἶναι ἡ μοναδική μας ἐπιλογὴ γιὰ μακρόχρονη συμπεριφορά.
Συνδυάζοντας αὐτὰ, ἔχουμε καὶ τὸν πρῶτο κανόνα, τὸν κανόνα τῶν μακρόχρονων φωνηέντων η καὶ ω. Αὐτὰ, θὰ ταυτίζονται μὲ τὶς νότες Μὶ καὶ Σὶ ἀντίστοιχα καὶ θὰ ἔχουνε μακρόχρονη συμπεριφορὰ μὲ ταυτόχρονη αὔξηση τῆς τονικότητας.
Τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ πρώτου κανόνα, θὰ τὴν δοῦμε μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα. Θὰ ἀποδώσουμε μελωδικὰ τὴ φράση «ἡ φωνή». Θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ χαμηλά, γιὰ νὰ ἀποδώσουμε μὲ τὴν νότα Μὶ τὸ ἄρθρο «ἡ».
Στὴ συνέχεια, μὲ αὔξηση τῆς τονικότητας θὰ ἀκουσθῆ ἡ παραλήγουσα «φω-» τῆς λέξης «φωνή», μὲ τὴ νότα Σί. Καὶ τέλος, συνεχίζοντας μὲ αὔξηση τῆς τονικότητας , θὰ ἀκούσουμε καὶ πάλι τὴ νότα Μί, αὐτὴν τὴν φορὰ ὅμως κατὰ μιὰ ὀκτάβα πιὸ πάνω, ἡ ὁποία θὰ ἀποδώση μελωδικὰ τὴ λήγουσα «-νη» τῆς λέξης «φωνή».
Ρυθμικὴ ἀπόδοση.
Ρυθμικά, ἡ φράση «ἡ φωνὴ» μπορεῖ νὰ ἀποδοθῆ μὲ δύο διαφορετικοὺς τρόπους, τὸν ἀπόλυτο καὶ τὸν σχετικό.
Στὴν πρώτη περίπτωση, οἱ διάρκειες τῶν μακρόχρονων καὶ βραχύχρονων ἀξιῶν θὰ εἶναι ἀπόλυτες καὶ ὁ μεταξύ τους λόγος σταθερὸς καὶ ἴσος μὲ τὸν ἀριθμὸ φ.
Στὴ δεύτερη περίπτωση, ἡ διάρκεια τῆς κάθε χρονικῆς ἀξίας θὰ εἶναι σχετικὴ καὶ θὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διάρκεια τῆς προηγούμενης. Ἔτσι, ἂν ἡ ἑπόμενη ἀξία θὰ εἶναι μακρόχρονη τότε αὐτὴ θὰ νὰ εἶναι κατὰ φ φορὲς μεγαλύτερη τῆς προηγούμενης, ἐνῶ ἐὰν εἶναι βραχύχρονη, θὰ εἶναι κατὰ φ φορὲς μικρότερη.
Τὸ μελωδικὸ ἀποτέλεσμα τῆς φράσης «ἡ φωνὴ» θὰ τὸ ἀκούσουμε καὶ μὲ τὶς δύο ρυθμικὲς ἀγωγές.
Κανόνας τῶν βραχύχρονων φωνηέντων ἔψιλον καὶ ὄμικρον.
Δεύτερη σύμπτωση.
Οἱ θέσεις τῶν βραχύχρονων φωνηέντων ἒψιλον καὶ ὄμικρον. Αὐτές, συμπίπτουν μὲ τὶς νότες Ρὲ καὶ Σὸλ ἀντίστοιχα. Οἱ νότες ὅμως Ρὲ καὶ Σολ τὶς βλέπουμε νὰ εἶναι ἐγκλωβισμένες σὲ διέσεις, στὸ πιάνο δηλαδὴ τὶς βλέπουμε νὰ βρίσκονται ἀνάμεσα σὲ μαῦρα πλῆκτρα. Ἔτσι λοιπόν, αὐτὴ ἡ ὕπαρξη ἐμποδίων καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς θὰ ὑποχρεώνη τὶς νότες αὐτὲς νὰ ἔχουνε βραχύχρονη συμπεριφορὰ ἀπ’ ὅποια κατεύθυνση καὶ ἂν τὶς προσεγγίσουμε. Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι σὲ ἀπόλυτη συμφωνία καὶ μὲ τὸν βραχύχρονο χαρακτήρα τῶν φωνηέντων ἒψιλον καὶ ὄμικρον.
Ἔτσι λοιπόν, ἔχουμε τὸν δεύτερο κανόνα, τὸν κανόνα τῶν βραχύχρονων φωνηέντων ἔψιλον καὶ ὄμικρον. Αὐτά, θὰ ταυτίζονται μὲ τὶς νότες Ρὲ καὶ Σολ ἀντίστοιχα καὶ θὰ ἔχουνε βραχύχρονη συμπεριφορά, ἀπ’ ὅποια κατεύθυνση καὶ ἂν τὶς προσεγγίσουμε.
Κανόνας τῶν δίχρονων φωνηέντων ἀλφα καὶ ἰῶτα.
Τρίτη σύμπτωση.
Οἱ θέσεις τῶν δίχρονων φωνηέντων ἄλφα καὶ ἰῶτα. Αὐτὲς συμπίπτουν μὲ τὶς νότες Ντὸ καὶ Φά. Οἱ νότες ὅμως Ντὸ καὶ Φὰ εἶναι οἱ μόνες νότες ποὺ δὲν ἔχουν ὕφεση, εἶναι οἱ μόνες νότες ποὺ στὸ πιάνο, πρὶν ἀπὸ αὐτὲς δὲν ὑπάρχει μαῦρο πλῆκτρο. Ἔτσι λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἔλλειψη ἐμποδίου ἀπὸ τὰ ἀριστερά, θὰ ἐπιτρέπη τὴν μακρόχρονη συμπεριφορὰ μὲ μείωση τονικότητας, ἐνῶ ἡ ὕπαρξη διέσεων, θὰ ἐπιβάλη τὴν βραχύχρονη συμπεριφορά τους μὲ αὔξηση τῆς τονικότητας. Συνδυάζοντας αὐτά, ἔχουμε καὶ τὸν τρίτο κανόνα, τὸν κανόνα τῶν δίχρονων φωνηέντων ἄλφα καὶ ἰῶτα. Αὐτὰ, θὰ ταυτίζονται μὲ τὶς νότες Ντὸ καὶ Φὰ ἀντίστοιχα καὶ θὰ ἔχουνε μακρόχρονη συμπεριφορὰ μὲ μείωση τῆς τονικότητας καὶ βραχύχρονη συμπεριφορὰ μὲ αὔξηση.
Τὰ πνεύματα τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας
Θὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο στὰ πνεύματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Αὐτὰ γνωρίζουμε πὼς ἤτανε δύο, ἡ ψιλὴ καὶ ἡ δασεία. Ἐτυμολογικὰ ἡ λέξη δασεία (δασὺς) σημαίνει πυκνός, ἐξ οὐ καὶ ἡ λέξη «δασύτριχος». Ἑρμηνεύτηκε σὰν ἕνα ἀχνό, βαθὺ (χ) τὸ ὁποῖο ἀκούγεται μὲ ταυτόχρονη ἐκπνοὴ στὴν ἀρχὴ ἐκφώνησης δασύτονων λέξεων. Ἡ ἔλλειψη τοῦ συγκεκριμένου ἤχου θεωρήσαμε ὅτι δηλώνεται μὲ τὴν ψιλή. Μὲ βάση τὴ συγκεκριμένη ἑρμηνεία φαίνεται πὼς ὑπάρχει σχέση ἀνάμεσα στὰ πνεύματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τὴν χροιὰ τοῦ ἤχου. Δὲν φαίνεται ὅμως νὰ ὑπάρχη καὶ κάποια σχέση καὶ μὲ τὴν τονικότητα τῆς φωνῆς.
Ἂς δοῦμε ὅμως τὸ θέμα λίγο διαφορετικά.
Ἐὰν θέλουμε μελωδικὰ νὰ ἀποδώσουμε μιὰ λέξη θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ἀκριβῶς τὴν τονικότητα τῆς φωνῆς μὲ τὴ ὁποία θὰ ξεκινήσουμε. Τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν θὰ μᾶς ὑποδείξη τὴ νότα, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν θὰ γνωρίζουμε ἐὰν θὰ πρέπει νὰ ἐπιλέξουμε αὐτὴν μὲ τὴ ὑψιλότερη τονικότητα ἢ ἀντίστοιχα αὐτὴν μὲ τὴν χαμηλότερη. Τὴν σωστὴ ἐπιλογὴ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς τὴν δώσουνε τὰ πνεύματα. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε ὅτι αὐτὰ τὰ τοποθετούσαμε στὴν ἀρχὴ λέξεων ποὺ ξεκινοῦσαν εἴτε μὲ φωνῆεν εἴτε μὲ τὸ σύμφωνο (ρ).
Ἐτυμολογικά, ἡ λέξη «ψιλὴ», τὴν ὁποία χρησιμοποιήσαμε γιὰ νὰ δώσουμε τὸ ὄνομα στὸ δεύτερο πνεῦμα, σημαίνει χρήση ψιλῆς φωνῆς, δηλαδὴ χρήση ψιλῆς συχνότητας.
Εἶναι λοιπὸν ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἡ ὁποία μᾶς ὑπέδειξε, πὼς ἐὰν θέλουμε μελωδικὰ νὰ ἀποδώσουμε μία λέξη ποὺ παίρνει ψιλή, θὰ ξεκινοῦμε μὲ τὴν νότα ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ ἀρχικὸ φωνῆεν, θὰ ἐπιλέγουμε ὅμως αὐτὴν μὲ τὴν ψιλότερη συχνότητα. Ἐνῶ, ἐὰν ἡ λέξη παίρνει δασεία, θὰ ἐπιλέγουμε αὐτὴν μὲ τὴν χαμηλότερη συχνότητα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα τὸ ἴδιο ὅμως μᾶς ὑπέδειξε καὶ συμβολικά. Ἐὰν προσέξουμε τὸ σύμβολο τῆς ψιλῆς, θὰ δοῦμε ὅτι κατεύθυνση δηλώνει καὶ μάλιστα πρὸς τὸ μεγαλύτερο, καὶ ἐπειδὴ ἀναφερόμαστε στὴ μουσική, ἐννοεῖται ὅτι θὰ δηλώνη κατεύθυνση πρὸς ψιλότερη συχνότητα.
Ἕνα παρόμοιο σύμβολο στὰ μαθηματικά, τὸ σύμβολο τοῦ μεγαλύτερου, ἐπίσης ἐπιλογὴ δηλώνει πρὸς μεγαλύτερη κατεύθυνση.
Ἀντίστοιχα καὶ τὸ σύμβολο τῆς δασείας κατεύθυνση δηλώνει μόνο ποὺ αὐτὴν τὴν φορὰ θὰ δηλώνη κατεύθυνση πρὸς χαμηλότερη συχνότητα, ὅπως ἀντίστοιχα κατεύθυνση πρὸς τὸ μικρότερο δηλώνει καὶ τὸ ἀντίστοιχο σύμβολο τοῦ μικρότερου στὰ μαθηματικά.
Τὴν ὀρθότητα ὅσων ἀναφέραμε, μπορούμε νὰ τὴν δοῦμε καὶ μέσα ἀπὸ τὴν διαφορετικὴ τονικότητα τῆς φωνῆς μας στὴν ἀπόδοση τοῦ θηλυκοῦ ἄρθρου «ἡ» τὸ ὁποῖο ἔπαιρνε δασεία καὶ τοῦ διαζευκτικοῦ «ἢ» ποὺ ἔπαιρνε ψιλή. Γιὰ παράδειγμα, λέμε τὴν πρόταση « Ἡ Μαρία θὰ ἔλθη ἢ σήμερα ἢ τὸ ἀργότερο αὔριο» Ἡ διαφορετική, ὑψιλότερη τονικότητα στὴν ἀπόδοση τοῦ διαζευκτικοῦ «ἢ» , εἶναι φανερή.
Τὴν ἐφαρμογὴ ὅσων ἕως τώρα εἴπαμε, θὰ τὴν δοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν μελωδικὴ ἀπόδοση τῆς φράσης «ἡ μέλισσα».
Θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ χαμηλὰ καὶ μακρόχρονα θὰ ἀποδώσουμε μὲ τὴν νότα Μὶ τὸ δασύτονο ἄρθρο «ἡ».
Στὴ συνέχεια μὲ αὔξηση τῆς τονικότητας καὶ βραχύχρονα θὰ ἀκουστεῖ ἡ προπαραλήγουσα (μὲ-) τῆς λέξης «μέλισσα» μὲ τὴ νότα Ρέ.
Ἡ παραλήγουσα (-λισ-) τῆς λέξης «μέλισσα» μὲ βάση γνωστὸ γραμματικὸ κανόνα, εἶναι θέση μακρὰ φύση βραχέα συλλαβή. Εἶναι ἕνας κανόνας τὸν ὁποῖο ἐξακολουθοῦμε νὰ τὸν μαθαίνουμε στὸ σχολεῖο χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζουμε ἐπακριβῶς τὸν λόγο τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ. Γνωρίζουμε πὼς ἐὰν μετὰ ἀπὸ δίχρονο ἢ βραχύχρονο φωνῆεν ἀκολουθοῦν δύο ἤ τρία σύμφωνα ἤ ἕνα διπλό, τότε ἡ συλλαβή μας γίνεται μακρόχρονη, στὸν τονισμὸ ὅμως, συμπεριφέρεται σὰν βραχύχρονη. Τί συμβαίνει ὅμως ἐὰν ἡ συλλαβή μας δὲν τονίζεται, ὅπως συμβαίνει καὶ στὸ παράδειγμά μας;
Ἡ φράση «θέση μακρὰ» σημαίνει πὼς ἡ συλλαβή μας θὰ συμπεριφέρεται σὰν μακρόχρονη γιατὶ μετὰ ἀπὸ τὸ δίχρονο φωνῆεν (ι) ἀκολουθοῦνε δύο σύμφωνα, ἀκολουθοῦνε δηλαδὴ δύο σίγμα.
Ἡ φράση ὅμως «φύση βραχέα» σημαίνει πὼς ἡ συλλαβή μας θὰ ἐξακολουθῆ νὰ συμπεριφέρεται σὰν βραχύχρονη, δηλαδὴ ἐὰν θελήσουμε νὰ τὴν ἀποδώσουμε μελωδικά, θὰ τὴν ἀποδώσουμε μὲ τὴν νότα Φὰ ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ φωνῆεν ἰῶτα, ἀλλὰ τὴν νότα Φὰ θὰ τὴν προσεγγίσουμε μὲ αὔξηση τῆς τονικότητας καὶ ὄχι μὲ μείωση ὅπως ἰσχύει γιὰ τὰ δίχρονα φωνήεντα μὲ μακρόχρονη συμπεριφορά, δηλαδὴ μὲ μακρόχρονη θέση.
Τέλος, συνεχίζοντας μὲ μείωση τῆς τονικότητα καὶ μακρόχρονα θὰ ἀκουστῆ ἡ λήγουσα –σα τῆς λέξης « μέλισσα» μὲ τὴ νότα Ντό, ἀκολουθώντας ἕναν ἄλλο γνωστὸ γραμματικὸ κανόνα ποὺ θέλει τὴν κατάληξη -ας καὶ –α ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν ὀνομάτων , νὰ εἶναι μακρόχρονη.
Ἀλήθεια πόσο πιὸ ἐντυπωσιακὴ καὶ ὄμορφη γίνεται ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ὅσο ἀρχίζουμε νὰ κατανοοῦμε τὸ λόγο ἀλλὰ καὶ τὴ χρήση τῶν γραμματικῶν κανόνων της, καὶ πόσο πιὸ γοητευτικὴ αὐτὴ γίνεται, ὅσο ἀποδεικνύεται πὼς οἱ κανόνες αὐτοὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι κανόνες μουσικῆς καὶ ἁρμονίας.
Τὸ δίχρονο φωνῆεν ὕψιλον
Τέλος ὑπάρχει καὶ μία ἐξαίρεση. Ἄλλωστε οἱ γραμματικοὶ κανόνες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας γεμάτοι ἐξαιρέσεις εἶναι.
Τὸ δίχρονο φωνῆεν ὕψιλον, τὸ ὁποῖο τὸ ἀντιστοιχίσαμε μὲ τὴ νότα Λά, μὲ βάση τὴ συγκεκριμένη ἑρμηνεία σειρῶν καὶ συμβόλων θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει μόνο βραχύχρονη συμπεριφορά. Λογικὴ ἐξήγηση καὶ γιὰ μακρόχρονη συμπεριφορὰ μὲ ταυτόχρονη ὅμως αὔξηση τονικότητας ὑπάρχει, ἐδῶ ὅμως δὲν θὰ τὴν ἀναφέρουμε. Γιὰ αὐτό, ὅποτε ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἐπιβάλη τὴν μακρόχρονη συμπεριφορά, ἢ ὅποτε ὁ ρυθμὸς τὸ ἐπιτρέπη, ἀλλὰ καὶ ὁ δημιουργὸς τὸ ἐπιθυμῆ, τότε αὐτὸ θὰ συμβαίνει μὲ ταυτόχρονη ὅμως αὔξηση τῆς τονικότητας.
