Ἡ μελοποιημένη ἀρχαία ἑλληνικὴ ποίηση

Διέσεις καὶ δίψηφα φωνήεντα

      Τί ἰσχύει ὅμως γιὰ τὶς διέσεις;

     Αὐτὲς εἶναι πέντε. Πέντε εἶναι ὅμως καί τὰ δίψηφα φωνήεντα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸ αι, τὸ ει, τὸ οι, τὸ ου καὶ τὸ υι. Ἔχουμε δηλαδὴ μία καταρχὴν  συμφωνία ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Μὲ ποιὸ λογικὸ ὅμως τρόπο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντιστοιχίσουμε διέσεις καὶ δίψηφα φωνήεντα;

 

     Ἡ δημιουργία δίψηφου φωνήεντος σημαίνει  μείξη, σημαίνει μείξη δύο φωνηέντων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν δημιουργία ἑνὸς νέου σὲ μία ἐνδιάμεση θέση. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει, δὲν εἶναι κάτι τὸ αὐθαίρετο, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἤδη συμβαίνει στὴ Φύση μὲ τὴ μείξη τῶν χρωμάτων. Τὰ χρώματα, ὅπως καὶ οἱ ἦχοι, εἶναι ἀποτέλεσμα ὕπαρξης συγκεκριμένων κυμάτων, μόνο ποὺ στὴν περίπτωση τῶν χρωμάτων τὰ κύματά μας εἶναι τὸ ἠλεκτρομαγνητικά.

     Ἐὰν παρατηρήσουμε τὸ φάσμα τῆς ἠλεκτρομαγνητικῆς ἀκτινοβολίας, θὰ δοῦμε ὅτι τὸ κάθε χρῶμα ἀντιστοιχεῖ καὶ σὲ συγκεκριμένη συχνότητα. Θὰ δοῦμε ἐπίσης ὅτι ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο τοῦ φάσματος ἕως τὸ ἄλλο, ἡ συχνότητα σχεδὸν διπλασιάζεται. Αὐτοὶ ὅμως εἶναι βασικοὶ κανόνες τῆς μουσικῆς. Θὰ μπορούσαμε δηλαδή, κατὰ ἀντιπαράθεση νὰ μιλοῦμε γιὰ μία ἀντίστοιχη ὀπτικὴ ὀκτάβα.

Γνωρίζουμε πὼς ἡ μείξη τοῦ μπλὲ μὲ τὸ κίτρινο χρῶμα, μᾶς δίνει τὸ πράσινο. Τὸ πράσινο εἶναι ὅμως ἕνα χρῶμα τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ μπλὲ καὶ τὸ κίτρινο. Ἀντίστοιχα ἡ μείξη τοῦ κίτρινου χρώματος μὲ τὸ κόκκινο, μᾶς δίνει τὸ πορτοκαλί, τὸ ὁποῖο ἐπίσης εἶναι τὸ ἐνδιάμεσο χρῶμα τοῦ κίτρινου καὶ τοῦ κόκκινου.

     Τὸ ὅτι τὸ ἰῶδες, τὸ μὼβ δηλαδή, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μείξης τοῦ μπλὲ καὶ τοῦ κόκκινου χρώματος, χρώματα τὰ ὁποῖα βρίσκονται στὰ δύο ἄκρα τοῦ φάσματος, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐννοηθῆ  πὼς ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε καὶ τὶς ἑπόμενες ὀπτικὲς ὀκτάβες, εἴτε πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς ὑπέρυθρης ἀκτινοβολίας, εἴτε πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς ὑπεριώδους, τὰ ἴδια χρώματα θὰ βλέπαμε καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἴδια σειρά.

  Τὰ συμπεράσματα τὰ ὁποῖα προέκυψαν, εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικά. Τὰ χρώματα φαινομενικὰ δὲν ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ μουσική, μόλις ὅμως τὰ συνδυάσαμε μὲ κύματα καὶ συχνότητες, αὐτὴ ἡ σχέση ἔγινε ἀμέσως ὁρατή. Μὰ καὶ τὸ Σύμπαν ὁλόκληρο, ἕνας τεράστιος ὠκεανὸς κυμάτων εἶναι, ἕνας τεράστιος ὠκεανὸς χρωμάτων ποὺ μποροῦμε νὰ δοῦμε, ἀλλὰ καὶ ὅμοιων χρωμάτων ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε. Μήπως τελικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε τὴ δομὴ καὶ λειτουργία τοῦ Σύμπαντος μέσα ἀπὸ κανόνες μουσικῆς καὶ ἁρμονίας; Μήπως τελικά, ὅλα εἶναι ἕνα;

Τὸ δίψηφο φωνῆεν αι

     Ἂς ἐπιστρέψουμε ὅμως στὰ δίψηφα φωνήεντα καὶ στὶς διέσεις καὶ ἂς δοῦμε μέσα ἀπὸ τὰ πλῆκτρα ἑνὸς πιάνου, ποιὰ συμπεράσματα μποροῦν νὰ προκύψουν γιὰ τὸ πρῶτο δίψηφο φωνῆεν, τὸ αι. Ἀνάμεσα στὰ φωνήεντα ἂλφα καὶ ἰῶτα, δηλαδὴ ἀνάμεσα στὶς νότες Ντὸ καὶ Φὰ ὑπάρχουνε  δύο κενὲς θέσεις, ἡ Ντὸ# καὶ ἡ Ρέ#. Ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο θὰ ἀντιστοιχῆ καὶ στὸ δίψηφο φωνῆεν αι. Ποιά ὅμως θὰ εἶναι ἡ σωστὴ ἐπιλογή;

    

 Τὴν ἀπάντηση καὶ πάλι μᾶς τὴν δίνει  ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἡ λέξη ἔψιλον,  σημαίνει τὸ ε τὸ ψιλό, δηλαδὴ τὸ ε μὲ τὴν ὑψιλότερη συχνότητα. Ἄρα θὰ ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα τουλάχιστον φωνῆεν ποὺ θὰ παράγη τὴ φωνὴ «ε» σὲ χαμηλότερη συχνότητα. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ αι καὶ στὴ μουσικὴ κλίμακα τῆς Ντὸ στὴν ὁποία κινούμαστε,  ἡ μοναδικὴ κενὴ θέση, δηλαδὴ ἡ μοναδικὴ μας ἐπιλογὴ  εἶναι αὐτὴ τῆς Ντό#.

Τὸ δίψηφο φωνῆεν ει

     Θὰ συνεχίσουμε μὲ τὸ τὸ δεύτερο δίψηφο φωνῆεν, μὲ τὸ «ει».

     Ἀνάμεσα στὰ φωνήεντα ἔψιλον καὶ ἰῶτα, δηλαδὴ ἀνάμεσα στὶς νότες Ρὲ καὶ Φὰ ὑπάρχει μία κενὴ θέση, ἡ Ρέ#. Ἄρα ἡ Ρὲ# θὰ εἶναι ἡ νότα ἡ ποία θὰ ἀντιστοιχεῖ στὸ δίψηφο φωνήεν «ει».

     Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε σὲ ἕναν ὄχι καὶ τόσο παληό γραμματικὸ κανόνα, ὁ ὁποῖος ἤθελε τὸ –ει, στὸ δεύτερο καὶ τρίτο πρόσωπο τῆς ὁριστικῆς τῶν ρημάτων, στὴν ὑποτακτικὴ ἔγκλιση νὰ γίνεται «ἡ». Ἤτανε ἕνας κανόνας ποὺ τὸν μαθαίναμε λέγοντας πὼς ἐὰν πρὶν ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπάρχει μία ἀπὸ τὶς λέξεις νά, θά, ὅταν, μόλις, ἄν, ἐάν, τότε τὸ «εἰ» γίνεται «ἡ».  Ἤτανε ἕνας κανόνας ποὺ τὸν μαθαίναμε, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζουμε γιὰ ποιὸ λόγο τὸν ἐφαρμόζουμε. Καὶ ἀντὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ λόγο, προτιμήσαμε νὰ τὸν καταργήσουμε.

     Ἂς δοῦμε ὅμως μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα γιὰ ποιὸ λόγο ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ κανόνας. Λέμε τὴν πρόταση «Ὁ Γιῶργος διαβάζει πολύ, θὰ πρέπει ὅμως νὰ διαβάζη περισσότερο ἐὰν θέλη νὰ περάση πανεπιστήμιο.»  

Ἡ μικρὴ αὔξηση τῆς τονικότητας στὸ δεύτερο «διαβάζη» δικαιολογεῖ τὴ διαφορὰ ἡμιτονίου ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ νότα Ρὲ# καὶ στὴ νότα Μί, ἀνάμεσα στὸ «εἰ» καὶ στὸ «ἡ» καὶ ἡ ὁποία στὸ χαρτὶ ἀποτυπώνονταν  μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ συγκεκριμένου γραμματικοῦ κανόνα.

     Τώρα ποὺ μᾶς ἔγινε πλήρως κατανοητὸς ὁ μηχανισμὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιστοιχοῦμε τὰ δίψηφα φωνήεντα μὲ τὶς διέσεις, προχωροῦμε γιὰ νὰ ἀντιστοιχίσουμε τὸ οι μὲ τὴ  Φά#, τὸ ου μὲ τὴ Σὸλ# καὶ τὸ υι μὲ τὴ Λά#.

      Αὐτὸ ποὺ μένει νὰ δοῦμε εἶναι τὸ τί συνέβαινε μὲ τὶς τονισμένες συλλαβές.

     Ἀπὸ ὅσα γνωρίζουμε, σὲ αὐτὲς θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε εἴτε μεταβολὴ τῆς τονικότητας τῆς φωνῆς, εἴτε αὔξηση τῆς διάρκειας, εἴτε καὶ αὔξηση τῆς ἔντασης τῆς φωνῆς.

    Οἱ τόνοι ἤτανε τρεῖς.

   Ἦταν ἡ ὀξεία στὴν ὁποία ἐφόσον τὸ ἐπιθυμούσαμε ἡ τονικότητα τῆς φωνῆς θὰ μποροῦσε νὰ αὐξηθῆ,

   ἦταν ἡ περισπωμένη στὴν ὁποία στὴν ἀρχὴ εἴχαμε αὔξηση τῆς τονικότητας καὶ συνέχεια μείωση, καὶ τέλος

  ὑπῆρχε ἡ βαρεία στὴν ὁποία ἐφόσον τὸ ἐπιθυμούσαμε, ὑπῆρχε μείωση τῆς τονικότητας.

      Τὸ βέβαιο εἶναι πὼς ὅτι συνέβαινε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, συνέβαινε βάση κανόνων. Ὅποτε ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἤθελε νὰ ἀλλάξη τὴν τονικότητα τῆς φωνῆς, ἄλλαζε τὸ φωνῆεν. Ἐδῶ ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ ἔπραξε.

    Ἔτσι γεννᾶται ἕνα σημαντικώτατο ἐρώτημα.

    Μήπως ἡ ἀλλαγὴ τῆς τονικότητας τῆς φωνῆς  στὶς τονισμένες συλλαβές,  σὲ ἕνα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἐπίπεδο νόησης. καλύπτονταν ἀπὸ νότες ἄγνωστες σὲ ἐμᾶς;

 

Μὲ εἰκόνα καὶ ἦχο